- σποραδικός
- -ή, -ό / σποραδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σποράς, -άδος]1. σκόρπιος, σκορπισμένος εδώ κι εκεί (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν», Αριστοτ.)2. (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε κάθε τόπο και σε οποιονδήποτε χρόνο και προσβάλλει μικρό αριθμό ατόμων διάσπαρτων μέσα σε έναν πληθυσμό, σε αντιδιαστολή προς τον ενδημικό και τον επιδημικό («σποραδικά νοσήματα», Γαλ.)νεοελλ.αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε αραιά ή σε μη κανονικά χρονικά διαστήματα (α. «σποραδικοί πυροβολισμοί» β. «σποραδικές βροχές»).επίρρ...σποραδικώς / σποραδικῶς ΝΜΑ, και σποραδικά Νεδώ και εκεί, διάσπαρτα στον χώρο ή σε όχι κανονικά χρονικά διαστήματα.
Dictionary of Greek. 2013.